ἱπποβόται — ἱπποβότης feeder of horses masc nom/voc pl ἱπποβότᾱͅ , ἱπποβότης feeder of horses masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβοτέων — ἱπποβότης feeder of horses masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβοτῶν — ἱπποβότης feeder of horses masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβότα — ἱπποβότᾱ , ἱπποβότης feeder of horses masc nom/voc/acc dual ἱπποβότης feeder of horses masc voc sg ἱπποβότᾱ , ἱπποβότης feeder of horses masc gen sg (doric aeolic) ἱπποβότης feeder of horses masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβότας — ἱπποβότᾱς , ἱπποβότης feeder of horses masc acc pl ἱπποβότᾱς , ἱπποβότης feeder of horses masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ἱπποβότου — ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem/neut gen sg ἱπποβότης feeder of horses masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)